θεσμοδότης

θεσμοδότης
ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα)
αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο-δότης, εργο-δότης, υπνο-δότης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεσμοδότῃ — θεσμοδότης lawgiver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοδότειρα — η βλ. θεσμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεσμοδότης*] …   Dictionary of Greek

  • θεσμοδοσία — θεσμοδοσία, ἡ (Α) [θεσμοδότης] η νομοθεσία …   Dictionary of Greek

  • θεσμοδοτώ — (ΑΜ θεσμοδοτῶ, έω) [θεσμοδότης] δίνω θεσμούς, νόμους, νομοθετώ, θεσμοθετώ, θεσπίζω νόμους …   Dictionary of Greek

  • θεσμοτόκος — θεσμοτόκος, ον (Α) ο θεσμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενο τόκος, ολιγο τόκος, παιδο τόκος)] …   Dictionary of Greek

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”